- οστρακίζω
- (ΑΜ ὀστρακίζω) [όστρακον](στην αρχ. Αθήνα) εξορίζω κάποιον γράφοντας το όνομά του σε όστρακο, σε θραύσμα πήλινου αγγείου, εξοστρακίζω («Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος ὠστρακισμένον», Ανδοκ.)μσν.(σχετικά με τους οπαδούς τού χριστιανισμού) αποβάλλω από την κοινωνία τών πιστών, αποκηρύσσω.
Dictionary of Greek. 2013.